Ο θρυλικός ποδοσφαιριστής της Βραζιλίας που ήταν ισάξιος του Πελέ. Αλκοολικός, χωρίς ποδοσφαιρική παιδεία που κατέκτησε τα ποδοσφαιρικά γήπεδα των Μουντιάλ του 1958 και του 1962 και “ζάλισε” τους αντιπάλους του με τις απίστευτες ντρίπλες του. Ο “Βασιλιάς της Ντρίπλας“, ” Ο Άγγελος με τα στραβά πόδια“, η “Χαρά του λαού“, έπαιξε με τα χρώματα της Σελεσάο 50 φορές και σημείωσε 12 γκολ. Η Βραζιλία των Γκαρίντσα και τον Πελέ κατέκτησε δύο παγκόσμια κύπελλα και έχασε μόνο μια φορά. Το αστέρι της Βραζιλίας όμως, πέθανε ακριβώς όπως γεννήθηκε, μόνος και πάμφτωχος.
Το φτωχό παιδί της Βραζιλίας
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1933 στο Πάου Γκράντε, μια πόλη περίπου 70 χιλιόμετρα μακριά από το Ρίο. Ο πατέρας του, αλκοολικός, η μητέρα του το ίδιο. Ο Μανουέλ, γεννήθηκε με μία δυσπλασία στη σπονδυλική του στήλη, που είχε σχήμα κεφαλαίου «S». Εξαιτίας αυτού, το ένα του πόδι ήταν 6 εκατοστά πιο κοντό από το άλλο, ενώ και τα δύο του πόδια είχαν κλίση προς τα μέσα ενώ στην παιδική του ηλικία, “κόλλησε” πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα η αδύνατη φιγούρα του να γίνει ακόμη πιο ασθενική. Ένα από τα αδέρφια του, του κόλλησε το παρατσούκλι που τον ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής του.”Garrincha“, γνωστό ως τρυποφράκτης, ένα μικρό, γρήγορο αλλά αδέξιο πτηνό. Από τα 14 του δούλευε σε εργοστάσιο της περιοχής ενώ ήταν ήδη μανιώδης καπνιστής και επιρρεπής στο αλκοόλ. Η πόλη που έμενε ήταν μικρή και ο ίδιος είχες ελάχιστες πιθανότητες να “ρίξει” μια κοπέλα με το παρουσιαστικό του. Το γεγονός ότι η κτηνοβασία με κατσίκα ήταν η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία, συνθέτει την απερίγραπτη εικόνα της ζωής του….
Το ποδόσφαιρο τον άφηνε εντελώς αδιάφορο, όπως και το ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει τα δάκρυα των συμπατριωτών του, όταν η Βραζιλία έχανε το Παγκόσμιο Κύπελλο από την Ουρουγουάη το 1950 μέσα στο “Μαρακανά“. Όταν κατάλαβε όμως ότι η μπάλα, μπορούσε να του λύσει τα οικονομικά προβλήματα, αποφάσισε να κυνηγήσει μια καριέρα ποδοσφαιριστή….
Οι απορρίψεις… και το ξεκίνημα
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Ταλαιπωρήθηκε από τις επεμβάσεις που έκανε για να μπορέσει να περπατήσει, αλλά και να μπορέσει να τρέχει. Σαν έφηβος, ταξίδεψε στο Ρίο και πέρασε από πολλές ομάδες για δοκιμαστικό. Η Βάσκο ντε Γκάμα τον απέρριψε γιατί ήταν ξυπόλητος, από την Φλουμινένσε πέρασε αλλά έφυγε πριν προλάβει να δείξει το ταλέντο του γιατί έπρεπε να προλάβει το τελευταίο μεταφορικό μέσο για Πάου Γκράντε. Η στάση της ζωής του, έγινε λίγο αργότερα στα 19 του, όταν η Μποταφόγκο είδε κάτι σε αυτόν και υπέγραψε συμβόλαιο. Η διοίκηση τον κράτησε και αυτός δεν τους απογοήτευσε. Αποτέλεσμα; Έμεινε 12 χρόνια εκεί, με περίπου 600 συμμετοχές και 252 τέρματα!
Στις ιατρικές εξετάσεις για τη συμμετοχή του στις ομάδες, συνήθως “κοβόταν”. Δεν είχε προπονηθεί ποτέ “σωστά”. Δεν είχε μάνατζερ και αδιαφορούσε τι έλεγαν τα συμβόλαιά του. Στο χορτάρι, ο Γκαρίντσα ήταν απρόβλεπτος, ατομιστής και χωρίς πειθαρχία. Ήταν όμως και εξαιρετικά ευφυής. Τα στραβά του πόδια ήταν και το δυνατότερο όπλο του. Κοντός και λιγνός, μπορούσε με μία μοναδική ταχύτητα να ξεφύγει από τους αντιπάλους του, χωρίς να χάσει την μπάλα από τα πόδια του. Ένας σωστός “αλήτης” που κορόιδευε στα “μούτρα” όποιον προσπαθούσε να τον σταματήσει….
Η κλήση στην Εθνική και τα “Τρία καλύτερα λεπτά του ποδοσφαίρου”
Το 1957, μετά από τις καλές εμφανίσεις του Γκαρίντσα, κλήθηκε στην εθνική ομάδα της χώρας του. Λίγες μέρες πριν την έναρξη του Παγκοσμίου κυπέλλου του 1958 στην Σουηδία, η “Σελεσάο” ταξίδεψε στην Ιταλία και έδωσε φιλικό αγώνα με την Φιορεντίνα , που τότε είχε “αλώσει” όλα τα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Ιταλίας. Με σκορ 3-0 για τους Βραζιλιάνους και ένα τέταρτο πριν τη λήξη του παιχνιδιού, οι θεατές ήρθαν αντιμέτωποι με τo ταλέντο του Γκαρίντσα. Το δεξί εξτρέμ της Βραζιλίας, ο “Άγγελος με τα στραβά πόδια“, προσπέρασε τρεις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα με τρομερή ευκολία. Έφτασε στην κενή εστία, περιμένοντας ένα από τους αμυντικούς να επιστρέψει. Όταν ήρθε καταπάνω του, με μία τέλεια προσποίηση, τον έριξε κάτω, περπάτησε μέσα στο τέρμα και στη συνέχεια, με απόλυτη ψυχραιμία πήρε την μπάλα στα χέρια του και την “έστησε” στη σέντρα.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, ο Γκαρίντσα έμεινε στον πάγκο στα δύο πρώτα παιχνίδια. Ο 23χρονος έπαιξε πλάι στον ανήλικο ακόμη Πελέ, στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Τα πρώτα 180 δεύτερα του ματς έμειναν στην ιστορία και ως τα “τρία καλύτερα λεπτά του ποδοσφαίρου“. Ο Γκαρίντσα ξέφυγε από τρεις αντιπάλους και σούταρε στο κάθετο δοκάρι και αμέσως μετά, πάσαρε στον Πελέ, η βολίδα του οποίου σταμάτησε στο οριζόντιο δοκάρι! Ο τρομερός Λέβ Γιασίν, σταμάτησε το σκορ στο 2-0 υπέρ της Βραζιλίας ενώ είχε καταφέρει να μπλοκάρει πάνω από 30 τελικές προσπάθειες των Βραζιλιανών. Η Βραζιλία πανηγύρισε το πρώτο της παγκόσμιο Τρόπαιο. Η τρομερή ομάδα του 1958, ξεπέρασε το εμπόδιο της Ουαλίας και της Γαλλίας και κέρδισε στον τελικό τη διοργανώτρια χώρα, Σουηδία, με σκορ 5-2.
“H θρυλική Βραζιλία του 1958 στα γήπεδα της Σουηδίας“
Ένα χρόνο αργότερα έχασε τη θέση του βασικού από την Εθνική Ομάδα εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ όμως ο Γκαρίντσα, που είχε πάρει και παραπανίσια κιλά, δεν τα παράτησε. Αν και συνέχισε να πίνει και να κάνει “άσωτη” ζωή, το 1962 ήταν η χρονιά του. Με τον Πελέ τραυματία, ο Γκαρίντσα ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου και οδήγησε ξανά τη «Σελεσάο» στο δεύτερο σερί τρόπαιο της ιστορίας της. Με τις αξέχαστες ντρίμπλες του, απέφευγε τους αντιπάλους. Με τις πάσες-διαβήτη μοίραζε ασίστ και με το τρομερό του σουτ, σκόραρε με ευκολία. Στο Μουντιάλ της Χιλής του 1962, αναμενόμενα ψηφίστηκε ο πολυτιμότερος παίχτης της διοργάνωσης. Με το απίστευτο ταλέντο του τρέλαινε τους ποδοσφαιριστές και με την παιδική του αφέλεια κέρδιζε τον κόσμο. Ο Γκαρίντσα, ο «Βασιλιάς της ντρίπλας» ήταν για τους θεατές η «Χαρά του λαού».
Ο Γκαρίντσα συμμετείχε και στο επόμενο Μουντιάλ την Αγγλία το 1966, που ήταν και το τελευταίο του. Με τη φανέλα της εθνικής Βραζιλίας, αγωνίστηκε 50 φορές και σκόραρε 12 γκολ ενώ άξιο σημείο αναφοράς, είναι το γεγονός ότι στα 49 παιχνίδια που συμμετείχε, η ομάδα του δεν έχασε ποτέ. «Λύγισε» απέναντι στην ομάδα φόβητρο του Πούσκας και των Μαγυάρων. Όσες φορές αγωνίστηκαν μαζί, Πελέ και Γκαρίντσα, η “Σελεσάο” δεν έχασε!
Το τέλος της καριέρας του
Η σταδιακή αποκαθήλωση του μεγάλου αυτού ποδοσφαιριστή ήρθε μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962. Οι διάφοροι τραυματισμοί είχαν ήδη καταπονήσει τα γόνατα του και το χρόνιο πρόβλημα αλκοολισμού, δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση του. Έμεινε στην Μποταφόγκο μέχρι το 1965 και είχε κερδίσει το πρωτάθλημα το 1961 και το 1962. Συνέχισε την ποδοσφαιρική του καριέρα σε Κορίνθιανς, Ατλέτικο Πορτουγκέζα, Ατλέτικο Τζούνιορ, Φλαμένγκο και Όλαριο, οπού σταμάτησε σε ηλικία 40 ετών. Δεν θύμιζε σε τίποτα ωστόσο, τον ποδοσφαιριστή, που τόσο λάτρεψαν οι βραζιλιάνοι και θεωρούσαν μάλιστα καλύτερο από τον Πελέ. Ο ίδιος, μάλιστα, τον «ευχαρίστησε» με τον καλύτερο τρόπο: “Υπήρξε ένας εξαιρετικός παίχτης, ένας από του καλύτερους. Μπορούσε να κάνει πράγματα με την μπάλα που ήταν αδιανόητα για τους υπόλοιπους. Χωρίς τον Γκαρίντσα, δεν θα γινόμουν ποτέ τρεις φορές Παγκόσμιος Πρωταθλητής»….
Αυτοκαταστροφική προσωπικότητα
Αν και το ποδόσφαιρο ήταν η αγάπη του Γκαρίντσα, το ποτό και οι γυναίκες ήταν ο έρωτάς του. Από τα 14 δεν σταμάτησε να πίνει, ενώ οι ερωτικές του σχέσεις ήταν πάντα θυελλώδεις και κατέληγαν άσχημα. Παντρεύτηκε δύο φορές και έκανε 14 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Η δεύτερη σύζυγός του, Έλσα Σοάρες, ωστόσο, ήταν και η γυναίκα της ζωής του. Δεν ήταν όμως αρκετή, για να ξεκόψει από το αλκοόλ. Ο Γκαρίντσα συχνά έμπλεκε σε καβγάδες και κατηγορήθηκε ότι χτυπούσε τις συντρόφους του, πάντα υπό την επήρεια μέθης. Μεθυσμένος ήταν και όταν είχε ένα τροχαίο, κατά τη διάρκεια του οποίου σκοτώθηκε η πεθερά του.
Ως παλαίμαχος η κατάσταση του χειροτέρεψε απότομα. Ο Γκαρίντσα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν αρρωστημένος μέθυσος. Τα κοντινά του πρόσωπα άρχισαν σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν και από τον απόλυτο σταρ κατάντησε ένας παρίας. Στις 20 Ιανουαρίου 1983, ο Γκαρίντσα βρισκόταν ξεχασμένος και πάμπτωχος στο νοσοκομείο με έναν ορό περασμένο στο χέρι του. Με το συκώτι διαλυμένο από το ποτό, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 49 χρόνων. Στην κηδεία του, τον συνόδευσαν εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, που πήγαν να πουν το τελευταίο αντίο στον καλύτερο ντρίπλερ του κόσμου. Το εθνικό στάδιο της Μπραζίλια φέρει το όνομά του και ο Γκαρίντσα ψηφίστηκε ως 8ος καλύτερος παίχτης όλων των εποχών….
Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
Πολυ ωραιο αρθρο Μπάμπη!